Definify.com
Definition 2024
παμψυχία
παμψυχία
Greek
Noun
παμψυχία • (pampsychía) m (uncountable)
- (philosophy, rare) panpsychism
- 1935, Nikos Hadjikyriakos-Ghikas, “Περί αναλογίας” in Ο Κύκλος, quoted in: Elena Sartori, Το Περιοδικό Το 3º Μάτι (1935–1937): Διατριβή επί Διδακτορίᾳ (2010), page 50:
- Αλλά εκτός από τις μαθηματικές και φιλοσοφικές αυτές θεωρίες περί Παμψυχίας, περί Καθάρσεως, περί Ευδαιμονίας της Ψυχής.
- But apart from mathematical and philosophical theories on Panpsychism, on Purification, on Happiness of the Spirit.
- Αλλά εκτός από τις μαθηματικές και φιλοσοφικές αυτές θεωρίες περί Παμψυχίας, περί Καθάρσεως, περί Ευδαιμονίας της Ψυχής.
- 2007?, «Ο Ουρανός με τ’ Άστρα», § 5: “Λαϊκή Αστρολογία, δοξασίες & προλήψεις”:
- Εκεί που ο λαός δεν μπορούσε να δώσει σαφείς εξηγήσεις και να μελετήσει από κοντά τα φαινόμενα, προχωρούσε στη μεταφυσική ερμηνεία τους, ιδιαίτερα με τον ανθρωπομορφισμό και την παμψυχία.
- 2010, Dimitris Mytilineos, Περί ψυχής ο Λόγος, περί υποτιθέμενης αθανασίας της και ο Λυτρωτής Επίκουρος:
- Τις πρώτες ρίζες της τις βρίσκουμε στην υλοζωία και παμψυχία.
- We find the first roots in hylozoism and panpsychism.
- Τις πρώτες ρίζες της τις βρίσκουμε στην υλοζωία και παμψυχία.
- 1935, Nikos Hadjikyriakos-Ghikas, “Περί αναλογίας” in Ο Κύκλος, quoted in: Elena Sartori, Το Περιοδικό Το 3º Μάτι (1935–1937): Διατριβή επί Διδακτορίᾳ (2010), page 50:
Declension
Declension of παμψυχία (pampsychía)
Synonyms
- (panpsychism): παμψυχισμός (pampsychismós)