Definify.com
Definition 2024
παντογνώστης
παντογνώστης
Greek
Noun
παντογνώστης • (pantognóstis) m (plural παντογνώστες, feminine παντογνώστρια)
- a person who is all-knowing, omniscient
Declension
declension of παντογνώστης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παντογνώστης | παντογνώστες |
genitive | παντογνώστη | παντογνωστών |
accusative | παντογνώστη | παντογνώστες |
vocative | παντογνώστη | παντογνώστες |
See also
- πάνσοφος (pánsofos, “omniscient”)