Definify.com
Definition 2024
παντοδύναμοι
παντοδύναμοι
Greek
Adjective
παντοδύναμοι • (pantodýnamoi)
- Nominative masculine plural form of παντοδύναμος (pantodýnamos).
- Vocative masculine plural form of παντοδύναμος (pantodýnamos).
παντοδύναμοι • (pantodýnamoi)