Definify.com

Definition 2024


Παντοδύναμος

Παντοδύναμος

Greek

Proper noun

Παντοδύναμος (Pantodýnamos) m

  1. Almighty (God, the supreme being)

Declension

See also

  • Παντοκράτωρ m (Pantokrátor, Christ Pantocrator)

παντοδύναμος

παντοδύναμος

Greek

Adjective

παντοδύναμος (pantodýnamos) m (feminine παντοδύναμη, neuter παντοδύναμο)

  1. almighty, omnipotent

Declension