Definify.com

Definition 2024


Παντοδύναμο

Παντοδύναμο

Greek

Proper noun

Παντοδύναμο (Pantodýnamo) m

  1. Accusative singular form of Παντοδύναμος (Pantodýnamos).

παντοδύναμο

παντοδύναμο

Greek

Adjective

παντοδύναμο (pantodýnamo)

  1. Accusative masculine singular form of παντοδύναμος (pantodýnamos).
  2. Nominative neuter singular form of παντοδύναμος (pantodýnamos).
  3. Accusative neuter singular form of παντοδύναμος (pantodýnamos).
  4. Vocative neuter singular form of παντοδύναμος (pantodýnamos).