Definify.com
Definition 2024
Παντοδύναμος
Παντοδύναμος
See also: παντοδύναμος
Greek
Proper noun
Παντοδύναμος • (Pantodýnamos) m
- Almighty (God, the supreme being)
Declension
Declension of Παντοδύναμος (Pantodýnamos)
singular | |
---|---|
nominative | Παντοδύναμος |
genitive | Παντοδύναμου |
accusative | Παντοδύναμο |
vocative | Παντοδύναμε |
See also
- Παντοκράτωρ m (Pantokrátor, “Christ Pantocrator”)
παντοδύναμος
παντοδύναμος
See also: Παντοδύναμος
Greek
Adjective
παντοδύναμος • (pantodýnamos) m (feminine παντοδύναμη, neuter παντοδύναμο)
Declension
positive forms of παντοδύναμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παντοδύναμος | παντοδύναμη | παντοδύναμο | παντοδύναμοι | παντοδύναμες | παντοδύναμα |
genitive | παντοδύναμου | παντοδύναμης | παντοδύναμου | παντοδύναμων | παντοδύναμων | παντοδύναμων |
accusative | παντοδύναμο | παντοδύναμη | παντοδύναμο | παντοδύναμους | παντοδύναμες | παντοδύναμα |
vocative | παντοδύναμε | παντοδύναμη | παντοδύναμο | παντοδύναμοι | παντοδύναμες | παντοδύναμα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο παντοδύναμος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο παντοδύναμος, etc.) |