Definify.com
Definition 2024
παράλειψη
παράλειψη
Greek
Noun
παράλειψη • (paráleipsi) f
Declension
declension of παράλειψη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παράλειψη | παραλείψεις |
genitive | παράλειψης / παραλείψεως | παραλείψεων |
accusative | παράλειψη | παραλείψεις |
vocative | παράλειψη | παραλείψεις |
Related terms
- παραλείπω (paraleípo, “to leave out, to omit, to neglect”)