Definify.com
Definition 2024
παράλληλα
παράλληλα
Greek
Adjective
παράλληλα • (parállila)
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of παράλληλος (parállilos).
Adverb
παράλληλα • (parállila)
παράλληλα • (parállila)
παράλληλα • (parállila)