Definify.com
Definition 2024
παράλληλος
παράλληλος
Greek
Adjective
παράλληλος • (parállilos) m (feminine παράλληλη, neuter παράλληλο)
Declension
positive forms of παράλληλος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παράλληλος | παράλληλη | παράλληλο | παράλληλοι | παράλληλες | παράλληλα |
genitive | παράλληλου | παράλληλης | παράλληλου | παράλληλων | παράλληλων | παράλληλων |
accusative | παράλληλο | παράλληλη | παράλληλο | παράλληλους | παράλληλες | παράλληλα |
vocative | παράλληλε | παράλληλη | παράλληλο | παράλληλοι | παράλληλες | παράλληλα |
Noun
παράλληλος • (parállilos) m (plural παράλληλοι)
Declension
declension of παράλληλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παράλληλος | παράλληλοι |
genitive | παραλλήλου | παραλλήλων |
accusative | παράλληλο | παραλλήλους |
vocative | παράλληλε | παράλληλοι |
Related terms
- παράλληλα (parállila, “parallelwise”)
External links
- Παράλληλος κύκλος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el