Definify.com
Definition 2024
παραγωγικότητα
παραγωγικότητα
Greek
Noun
παραγωγικότητα • (paragogikótita) f (uncountable)
Declension
Declension of παραγωγικότητα (paragogikótita)
singular | |
---|---|
nominative | παραγωγικότητα |
genitive | παραγωγικότητας |
accusative | παραγωγικότητα |
vocative | παραγωγικότητα |