Definify.com
Definition 2024
παρασκευάστρια
παρασκευάστρια
Greek
Noun
παρασκευάστρια • (paraskevástria) f (plural παρασκευάστριες, masculine παρασκευαστής)
Declension
declension of παρασκευάστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παρασκευάστρια | παρασκευάστριες |
genitive | παρασκευάστριας | παρασκευαστριών |
accusative | παρασκευάστρια | παρασκευάστριες |
vocative | παρασκευάστρια | παρασκευάστριες |
Related terms
- παρασκευαστήριο n (paraskevastírio, “laboratory”)
- and see: παρασκευή f (paraskeví, “preparation”)