Definify.com
Definition 2024
παρατηρητήριο
παρατηρητήριο
Greek
Noun
παρατηρητήριο • (paratiritírio) n (plural παρατηρητήρια)
Declension
declension of παρατηρητήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παρατηρητήριο | παρατηρητήρια |
genitive | παρατηρητηρίου | παρατηρητηρίων |
accusative | παρατηρητήριο | παρατηρητήρια |
vocative | παρατηρητήριο | παρατηρητήρια |
Related terms
- παρατηρητής m (paratiritís, “observer, lookout”)