Definify.com
Definition 2024
παρθενογένεση
παρθενογένεση
Greek
Noun
παρθενογένεση • (parthenogénesi) f (uncountable)
- parthenogenesis (production of seed without fertilization)
Declension
Declension of παρθενογένεση (parthenogénesi)
singular | |
---|---|
nominative | παρθενογένεση |
genitive | παρθενογένεσης / παρθενογενέσεως |
accusative | παρθενογένεση |
vocative | παρθενογένεση |
External links
- παρθενογένεση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el