Definify.com
Definition 2024
παρισιάνικος
παρισιάνικος
Greek
Adjective
παρισιάνικος • (parisiánikos) m (feminine παρισιάνικη, neuter παρισιάνικο)
Declension
positive forms of παρισιάνικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παρισιάνικος | παρισιάνικη | παρισιάνικο | παρισιάνικοι | παρισιάνικες | παρισιάνικα |
genitive | παρισιάνικου | παρισιάνικης | παρισιάνικου | παρισιάνικων | παρισιάνικων | παρισιάνικων |
accusative | παρισιάνικο | παρισιάνικη | παρισιάνικο | παρισιάνικους | παρισιάνικες | παρισιάνικα |
vocative | παρισιάνικε | παρισιάνικη | παρισιάνικο | παρισιάνικοι | παρισιάνικες | παρισιάνικα |
Synonyms
- παρισινός (parisinós)
Related terms
- see: Παρίσι n (Parísi, “Paris”)