Definify.com
Definition 2024
πατροκτόνος
πατροκτόνος
Greek
Adjective
πατροκτόνος • (patroktónos) m (feminine πατροκτόνος, neuter πατροκτόνο)
Declension
positive forms of πατροκτόνος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πατροκτόνος | πατροκτόνη | πατροκτόνο | πατροκτόνοι | πατροκτόνες | πατροκτόνα |
genitive | πατροκτόνου | πατροκτόνης | πατροκτόνου | πατροκτόνων | πατροκτόνων | πατροκτόνων |
accusative | πατροκτόνο | πατροκτόνη | πατροκτόνο | πατροκτόνους | πατροκτόνες | πατροκτόνα |
vocative | πατροκτόνε | πατροκτόνη | πατροκτόνο | πατροκτόνοι | πατροκτόνες | πατροκτόνα |
Noun
πατροκτόνος • (patroktónos) m, f (plural πατροκτόνοι)
- patricide (a person who murders his/her father)
Declension
declension of πατροκτόνος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πατροκτόνος | πατροκτόνοι |
genitive | πατροκτόνου | πατροκτόνων |
accusative | πατροκτόνο | πατροκτόνους |
vocative | πατροκτόνε | πατροκτόνοι |