Definify.com
Definition 2024
πειραματόζωο
πειραματόζωο
Greek
Noun
πειραματόζωο • (peiramatózoo) n (plural πειραματόζωα)
- (biology, physiology) experimental animal
- (informal) guinea pig (ie experimental animals)
Declension
declension of πειραματόζωο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πειραμτόζωο | πειραμτόζωα |
genitive | πειραμτόζωου | πειραμτόζωων |
accusative | πειραμτόζωο | πειραμτόζωα |
vocative | πειραμτόζωο | πειραμτόζωα |