Definify.com
Definition 2024
πελεκάνος
πελεκάνος
Greek
Noun
πελεκάνος • (pelekános) m (plural πελεκάνοι)
Declension
declension of πελεκάνος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πελεκάνος | πελεκάνοι |
genitive | πελεκάνου | πελεκάνων |
accusative | πελεκάνο | πελεκάνους |
vocative | πελεκάνε | πελεκάνοι |