Definify.com
Definition 2024
περηφάνια
περηφάνια
Greek
Alternative forms
- περιφάνεια f (perifáneia)
- υπερηφάνεια f (yperifáneia) (formal or literary form)
Noun
περηφάνια • (perifánia) f (uncountable)
Declension
Declension of περηφάνια (perifánia)
singular | |
---|---|
nominative | περηφάνια |
genitive | περηφάνιας |
accusative | περηφάνια |
vocative | περηφάνια |
Synonyms
- (arrogance): αλαζονεία (alazoneía)