Definify.com
Definition 2024
περιέργεια
περιέργεια
Greek
Noun
περιέργεια • (periérgeia) f (uncountable)
- curiosity, inquisitiveness
- Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα.
- Curiosity killed the cat. (English proverb)
- Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα.
Declension
Declension of περιέργεια (periérgeia)
singular | |
---|---|
nominative | περιέργεια |
genitive | περιέργειας |
accusative | περιέργεια |
vocative | περιέργεια |
Related terms
- περιεργάζομαι (periergázomai)
- περίεργος (períergos)
- περίεργο (períergo)
- περίεργα (períerga)
- περιέργως (periérgos)