Definify.com
Definition 2024
περιστατικό
περιστατικό
Greek
Noun
περιστατικό • (peristatikó) n (plural περιστατικά)
Declension
declension of περιστατικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περιστατικό | περιστατικά |
genitive | περιστατικού | περιστατικών |
accusative | περιστατικό | περιστατικά |
vocative | περιστατικό | περιστατικά |
Derived terms
- επείγον περιστατικό n (epeígon peristatikó, “emergency, urgent incident”)
Related terms
- περίσταση f (perístasi, “occasion, instance”)