Definify.com
Definition 2024
πιστωτικός
πιστωτικός
Greek
Adjective
πιστωτικός • (pistotikós) m (feminine πιστωτική, neuter πιστωτικό)
Declension
positive forms of πιστωτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πιστωτικός | πιστωτική | πιστωτικό | πιστωτικοί | πιστωτικές | πιστωτικά |
genitive | πιστωτικού | πιστωτικής | πιστωτικού | πιστωτικών | πιστωτικών | πιστωτικών |
accusative | πιστωτικό | πιστωτική | πιστωτικό | πιστωτικούς | πιστωτικές | πιστωτικά |
vocative | πιστωτικέ | πιστωτική | πιστωτικό | πιστωτικοί | πιστωτικές | πιστωτικά |
Derived terms
- πιστωτική κάρτα f (pistotikí kárta, “credit card”)
- πιστωτικός συνεταιρισμός m (pistotikós synetairismós, “credit union”)