Definify.com
Definition 2024
πλανόδιος
πλανόδιος
Greek
Adjective
πλανόδιος • (planódios) m (feminine πλανόδια, neuter πλανόδιο)
Declension
positive forms of πλανόδιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πλανόδιος | πλανόδια | πλανόδιο | πλανόδιοι | πλανόδιες | πλανόδια |
genitive | πλανόδιου | πλανόδιας | πλανόδιου | πλανόδιων | πλανόδιων | πλανόδιων |
accusative | πλανόδιο | πλανόδια | πλανόδιο | πλανόδιους | πλανόδιες | πλανόδια |
vocative | πλανόδιε | πλανόδια | πλανόδιο | πλανόδιοι | πλανόδιες | πλανόδια |
Synonyms
- περιοδεύων (periodévon)