Definify.com

Definition 2024


πλειστοκαινικός

πλειστοκαινικός

Greek

Adjective

πλειστοκαινικός (pleistokainikós) m (feminine πλειστοκαινική, neuter πλειστοκαινικό)

  1. (geology) Pleistocene

Declension

Related terms

External links