Definify.com
Definition 2024
πλειστόκαινος
πλειστόκαινος
Greek
Adjective
πλειστόκαινος • (pleistókainos) m (feminine πλειστόκαινη or πλειστόκαινος, neuter πλειστόκαινο)
- (geology) Pleistocene
- η πλειστόκαινη εποχή ― i pleistókaini epochí ― the Pleistocene epoch
Declension
positive forms of πλειστόκαινος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πλειστόκαινος | πλειστόκαινος / πλειστόκαινη | πλειστόκαινο | πλειστόκαινοι | πλειστόκαινοι / πλειστόκαινες | πλειστόκαινα |
genitive | πλειστόκαινου | πλειστόκαινου / πλειστόκαινης | πλειστόκαινου | πλειστόκαινων | πλειστόκαινων | πλειστόκαινων |
accusative | πλειστόκαινο | πλειστόκαινο / πλειστόκαινη | πλειστόκαινο | πλειστόκαινους | πλειστόκαινους / πλειστόκαινες | πλειστόκαινα |
vocative | πλειστόκαινε | πλειστόκαινε / πλειστόκαινη | πλειστόκαινο | πλειστόκαινοι | πλειστόκαινοι / πλειστόκαινες | πλειστόκαινα |
Related terms
- Πλειστόκαινο n (Pleistókaino, “(the) Pleistocene”)
See also
- Appendix:Geologic timescale (Greek)
External links
- Πλειστόκαινο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el