Definify.com
Definition 2024
πολυεθνοτικός
πολυεθνοτικός
Greek
Adjective
πολυεθνοτικός • (polyethnotikós) m (feminine πολυεθνοτική, neuter πολυεθνοτικό)
- plurinational
- το Πολυεθνοτικό Κράτος της Βολιβίας ― to Polyethnotikó Krátos tis Volivías ― the Plurinational State of Bolivia
Declension
positive forms of πολυεθνοτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολυεθνοτικός | πολυεθνοτική | πολυεθνοτικό | πολυεθνοτικοί | πολυεθνοτικές | πολυεθνοτικά |
genitive | πολυεθνοτικού | πολυεθνοτικής | πολυεθνοτικού | πολυεθνοτικών | πολυεθνοτικών | πολυεθνοτικών |
accusative | πολυεθνοτικό | πολυεθνοτική | πολυεθνοτικό | πολυεθνοτικούς | πολυεθνοτικές | πολυεθνοτικά |
vocative | πολυεθνοτικέ | πολυεθνοτική | πολυεθνοτικό | πολυεθνοτικοί | πολυεθνοτικές | πολυεθνοτικά |