Definify.com

Definition 2024


πολυεθνοτικός

πολυεθνοτικός

Greek

Adjective

πολυεθνοτικός (polyethnotikós) m (feminine πολυεθνοτική, neuter πολυεθνοτικό)

  1. plurinational
    το Πολυεθνοτικό Κράτος της Βολιβίαςto Polyethnotikó Krátos tis Volivías ― the Plurinational State of Bolivia

Declension