Definify.com

Definition 2024


πορτορικανικός

πορτορικανικός

Greek

Adjective

πορτορικανικός (portorikanikós) m (feminine πορτορικανική, neuter πορτορικανικό)

  1. Alternative form of πορτορικάνικος (portorikánikos)

Declension