Definify.com
Definition 2024
πρέσβειρα
πρέσβειρα
Greek
Noun
πρέσβειρα • (présveira) m (plural πρέσβειρες, masculine πρέσβυς)
- (diplomacy) ambassador
Declension
declension of πρέσβειρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρέσβειρα | πρέσβειρες |
genitive | πρέσβειρας | πρεσβειρών |
accusative | πρέσβειρα | πρέσβειρες |
vocative | πρέσβειρα | πρέσβειρες |
Synonyms
- πρεσβευτίνα f (presveftína, colloquial)
- πρέσβης f (présvis)
- πρεσβευτής m f (presveftís)
Related terms
- πρεσβεία f (presveía, “embassy”)