Definify.com
Definition 2024
πραματευτή
πραματευτή
Greek
Noun
πραματευτή • (pramateftí) m
- genitive singular of πραματευτής (pramateftís)
- accusative singular of πραματευτής (pramateftís)
- vocative singular of πραματευτής (pramateftís)
πραματευτή • (pramateftí) m