Definify.com
Definition 2024
πραματευτής
πραματευτής
Greek
Noun
πραματευτής • (pramateftís) m (plural πραματευτάδες)
Declension
declension of πραματευτής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πραματευτής | πραματευτές / πραματευτάδες |
genitive | πραματευτή | πραματευτών / πραματευτάδων |
accusative | πραματευτή | πραματευτές / πραματευτάδες |
vocative | πραματευτή | πραματευτές / πραματευτάδες |
Related terms
- πραμάτεια f (pramáteia, “goods, merchandise”)
Synonyms
- γυρολόγος m (gyrológos)