Definify.com
Definition 2025
προγραμματίστρια
προγραμματίστρια
Greek
Noun
προγραμματίστρια • (programmatístria) f (plural προγραμματίστριες, masculine προγραμματιστής)
- (computing) programmer (software writer)
Declension
declension of προγραμματίστρια
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | προγραμματίστρια | προγραμματίστριες |
| genitive | προγραμματίστριας | προγραμματιστριών |
| accusative | προγραμματίστρια | προγραμματίστριες |
| vocative | προγραμματίστρια | προγραμματίστριες |