Definify.com
Definition 2024
προγραμματιστής
προγραμματιστής
Greek
Noun
προγραμματιστής • (programmatistís) m (plural προγραμματιστές, feminine προγραμματίστρια)
- (computing) programmer (software writer)
Declension
declension of προγραμματιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προγραμματιστής | προγραμματιστές |
genitive | προγραμματιστή | προγραμματιστών |
accusative | προγραμματιστή | προγραμματιστές |
vocative | προγραμματιστή | προγραμματιστές |