Definify.com
Definition 2024
προειδοποίηση
προειδοποίηση
Greek
Noun
προειδοποίηση • (proeidopoíisi) f (plural προειδοποιήσεις)
Declension
declension of προειδοποίηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προειδοποίηση | προειδοποιήσεις |
genitive | προειδοποίησης / προειδοποιήσεως | προειδοποιήσεων |
accusative | προειδοποίηση | προειδοποιήσεις |
vocative | προειδοποίηση | προειδοποιήσεις |
Related terms
- see: προειδοποιώ (proeidopoió, “to warn”)