Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
προειδοποιήσεως
προειδοποιήσεως
Greek
Noun
προειδοποιήσεως
•
(
proeidopoiíseos
)
f
Genitive
singular
form of
προειδοποίηση
(
proeidopoíisi
)
.
Similar Results