Definify.com
Definition 2025
προετοιμάζομαι
προετοιμάζομαι
Greek
Verb
προετοιμάζομαι • (proetoimázomai) (simple past προετοιμάστηκα, active form προετοιμάζω, passive)
- passive of προετοιμάζω (proetoimázo)
Conjugation
προετοιμάζομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | προετοιμάζομαι | θα προετοιμάζομαι | προετοιμαζόμουν, προετοιμαζόμουνα |
2nd person | προετοιμάζεσαι | θα προετοιμάζεσαι | προετοιμαζόσουν, προετοιμαζόσουνα | |
3rd person | προετοιμάζεται | θα προετοιμάζεται | προετοιμαζόταν, προετοιμαζότανε | |
1st person | pl | προετοιμαζόμαστε | θα προετοιμαζόμαστε | προετοιμαζόμασταν, προετοιμαζόμαστε2 |
2nd person | προετοιμάζεστε, προετοιμαζόσαστε1 | θα προετοιμάζεστε, προετοιμαζόσαστε1 | προετοιμαζόσασταν, προετοιμαζόσαστε2 | |
3rd person | προετοιμάζονται | θα προετοιμάζονται | προετοιμάζονταν, προετοιμαζόντανε, προετοιμαζόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | προετοιμαστώ | θα προετοιμαστώ | προετοιμάστηκα |
2nd person | προετοιμαστείς | θα προετοιμαστείς | προετοιμάστηκες | |
3rd person | προετοιμαστεί | θα προετοιμαστεί | προετοιμάστηκε | |
1st person | pl | προετοιμαστούμε | θα προετοιμαστούμε | προετοιμαστήκαμε |
2nd person | προετοιμαστείτε | θα προετοιμαστείτε | προετοιμαστήκατε | |
3rd person | προετοιμαστούν, προετοιμαστούνε | θα προετοιμαστούν, θα προετοιμαστούνε | προετοιμάστηκαν, προετοιμαστήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | προετοιμάσου | |
2nd person | pl | —3 | προετοιμαστείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω προετοιμαστεί, έχεις προετοιμαστεί έχει προετοιμαστεί, … | |||
Future perfect | θα έχω προετοιμαστεί, θα έχεις προετοιμαστεί, θα έχει προετοιμαστεί, … | |||
Past perfect | είχα προετοιμαστεί, είχες προετοιμαστεί, είχε προετοιμαστεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||