Definify.com
Definition 2024
προληπτικοί
προληπτικοί
Greek
Adjective
προληπτικοί • (proliptikoí)
- Nominative masculine plural form of προληπτικός (proliptikós).
- Vocative masculine plural form of προληπτικός (proliptikós).
προληπτικοί • (proliptikoí)