Definify.com
Definition 2024
προληπτικός
προληπτικός
Greek
Adjective
προληπτικός • (proliptikós) m (feminine προληπτική, neuter προληπτικό)
Declension
positive forms of προληπτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προληπτικός | προληπτική | προληπτικό | προληπτικοί | προληπτικές | προληπτικά |
genitive | προληπτικού | προληπτικής | προληπτικού | προληπτικών | προληπτικών | προληπτικών |
accusative | προληπτικό | προληπτική | προληπτικό | προληπτικούς | προληπτικές | προληπτικά |
vocative | προληπτικέ | προληπτική | προληπτικό | προληπτικοί | προληπτικές | προληπτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προληπτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προληπτικός, etc.) |
Synonyms
- δεισιδαίμων (deisidaímon)