Definify.com
Definition 2024
προμήθειο
προμήθειο
Greek
Noun
προμήθειο • (promítheio) n (uncountable)
- Alternative form of προμήθιο (promíthio)
Declension
Declension of προμήθειο (promítheio)
singular | |
---|---|
nominative | προμήθειο |
genitive | προμηθείου |
accusative | προμήθειο |
vocative | προμήθειο |