Definify.com
Definition 2024
προσγείωση
προσγείωση
Greek
Noun
προσγείωση • (prosgeíosi) f (plural προσγειώσεις)
- (aviation) landing
- (figuratively) coming down to earth
Declension
declension of προσγείωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προσγείωση | προσγειώσεις |
genitive | προσγείωσης / προσγειώσεως | προσγειώσεων |
accusative | προσγείωση | προσγειώσεις |
vocative | προσγείωση | προσγειώσεις |
Related terms
- προσγειώνω (prosgeióno, “to land”)
Antonyms
- απογείωση f (apogeíosi, “take-off”)
See also
- πέφτω απ'τα σύννεφα (péfto ap'ta sýnnefa, “coming down to earth”) (lit: fall from the clouds)