Definify.com
Definition 2024
προσγειώνω
προσγειώνω
Greek
Verb
προσγειώνω • (prosgeióno) (simple past προσγείωσα, passive form προσγειώνομαι)
Conjugation
προσγειώνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | προσγειώνω | προσγείωνα | θα προσγειώνω | να προσγειώνω | |
2s | προσγειώνεις | προσγείωνες | θα προσγειώνεις | να προσγειώνεις | προσγειώνε |
3s | προσγειώνει | προσγείωνε | θα προσγειώνει | να προσγειώνει | |
1p | προσγειώνουμε, προσγειώνομε | προσγειώναμε | θα προσγειώνουμε, προσγειώνομε | να προσγειώνουμε, προσγειώνομε | |
2p | προσγειώνετε | προσγειώνατε | θα προσγειώνετε | να προσγειώνετε | προσγειώνετε |
3p | προσγειώνουν, προσγειώνουνε | προσγείωναν, προσγειώναν, προσγειώνανε | θα προσγειώνουν, προσγειώνουνε | να προσγειώνουν, προσγειώνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | προσγειώσω | προσγείωσα | θα προσγειώσω | να προσγειώσω | |
2s | προσγειώσεις | προσγείωσες | θα προσγειώσεις | να προσγειώσεις | προσγείωσε |
3s | προσγειώσει | προσγείωσε | θα προσγειώσει | να προσγειώσει | |
1p | προσγειώσουμε, προσγειώσομε | προσγειώσαμε | θα προσγειώσουμε, προσγειώσομε | να προσγειώσουμε, προσγειώσομε | |
2p | προσγειώσετε | προσγειώσατε | θα προσγειώσετε | να προσγειώσετε | προσγειώστε |
3p | προσγειώσουν, προσγειώσουνε | προσγείωσαν, προσγειώσαν, προσγειώσανε | θα προσγειώσουν, προσγειώσουνε | να προσγειώσουν, προσγειώσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω προσγειώσει | είχα προσγειώσει | θα έχω προσγειώσει | να έχω προσγειώσει | |
2s | έχεις προσγειώσει | είχες προσγειώσει | θα έχεις προσγειώσει | να έχεις προσγειώσει | |
3s | έχει προσγειώσει | είχε προσγειώσει | θα έχει προσγειώσει | να έχει προσγειώσει | |
1p | έχουμε προσγειώσει | είχαμε προσγειώσει | θα έχουμε προσγειώσει | να έχουμε προσγειώσει | |
2p | έχετε προσγειώσει | είχατε προσγειώσει | θα έχετε προσγειώσει | να έχετε προσγειώσει | |
3p | έχουν προσγειώσει | είχαν προσγειώσει | θα έχουν προσγειώσει | να έχουν προσγειώσει | |
Participle: | προσγειώνοντας | Non-finite ‡ | προσγειώσει | 1, 1h | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
- πέφτω απ'τα σύννεφα (péfto ap'ta sýnnefa, “coming down to earth”) (lit: fall from the clouds)
Antonyms
Related terms
- προσγείωση f (prosgeíosi, “landing”)