Definify.com

Definition 2024


προσεταιριστικά

προσεταιριστικά

Greek

Adjective

προσεταιριστικά (prosetairistiká)

  1. Nominative neuter plural form of προσεταιριστικός (prosetairistikós).
  2. Accusative neuter plural form of προσεταιριστικός (prosetairistikós).
  3. Vocative neuter plural form of προσεταιριστικός (prosetairistikós).