Definify.com
Definition 2024
προσεταιριστικός
προσεταιριστικός
Greek
Adjective
προσεταιριστικός • (prosetairistikós) m (feminine προσεταιριστική, neuter προσεταιριστικό)
- (mathematics) associative (algebraic property of an operator)
Declension
positive forms of προσεταιριστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προσεταιριστικός | προσεταιριστική | προσεταιριστικό | προσεταιριστικοί | προσεταιριστικές | προσεταιριστικά |
genitive | προσεταιριστικού | προσεταιριστικής | προσεταιριστικού | προσεταιριστικών | προσεταιριστικών | προσεταιριστικών |
accusative | προσεταιριστικό | προσεταιριστική | προσεταιριστικό | προσεταιριστικούς | προσεταιριστικές | προσεταιριστικά |
vocative | προσεταιριστικέ | προσεταιριστική | προσεταιριστικό | προσεταιριστικοί | προσεταιριστικές | προσεταιριστικά |