Definify.com
Definition 2024
προσεταιριστικές
προσεταιριστικές
Greek
Adjective
προσεταιριστικές • (prosetairistikés)
- Nominative feminine plural form of προσεταιριστικός (prosetairistikós).
- Accusative feminine plural form of προσεταιριστικός (prosetairistikós).
- Vocative feminine plural form of προσεταιριστικός (prosetairistikós).