Definify.com
Definition 2024
προσκοπικός
προσκοπικός
Greek
Adjective
προσκοπικός • (proskopikós) m (feminine προσκοπική, neuter προσκοπικό)
- scout (related to scouts and scouting)
Declension
positive forms of προσκοπικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προσκοπικός | προσκοπική | προσκοπικό | προσκοπικοί | προσκοπικές | προσκοπικά |
genitive | προσκοπικού | προσκοπικής | προσκοπικού | προσκοπικών | προσκοπικών | προσκοπικών |
accusative | προσκοπικό | προσκοπική | προσκοπικό | προσκοπικούς | προσκοπικές | προσκοπικά |
vocative | προσκοπικέ | προσκοπική | προσκοπικό | προσκοπικοί | προσκοπικές | προσκοπικά |
Related terms
- see: προσκοπισμός m (proskopismós, “scouting”)