Definify.com
Definition 2024
προφορικός
προφορικός
Greek
Adjective
προφορικός • (proforikós) m (feminine προφορική, neuter προφορικό)
Declension
positive forms of προφορικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προφορικός | προφορική | προφορικό | προφορικοί | προφορικές | προφορικά |
genitive | προφορικού | προφορικής | προφορικού | προφορικών | προφορικών | προφορικών |
accusative | προφορικό | προφορική | προφορικό | προφορικούς | προφορικές | προφορικά |
vocative | προφορικέ | προφορική | προφορικό | προφορικοί | προφορικές | προφορικά |
See also
- στοματικός (stomatikós, “relating to the mouth”)