Definify.com
Definition 2024
προϊστορικός
προϊστορικός
Greek
Adjective
προϊστορικός • (proïstorikós) m (feminine προϊστορική, neuter προϊστορικό)
Declension
positive forms of προϊστορικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προϊστορικός | προϊστορική | προϊστορικό | προϊστορικοί | προϊστορικές | προϊστορικά |
genitive | προϊστορικού | προϊστορικής | προϊστορικού | προϊστορικών | προϊστορικών | προϊστορικών |
accusative | προϊστορικό | προϊστορική | προϊστορικό | προϊστορικούς | προϊστορικές | προϊστορικά |
vocative | προϊστορικέ | προϊστορική | προϊστορικό | προϊστορικοί | προϊστορικές | προϊστορικά |
Related terms
- προϊστορία f (proïstoría, “prehistory”)