Definify.com
Definition 2024
πτήση
πτήση
Greek
Noun
πτήση • (ptísi) f (plural πτήσεις)
Declension
declension of πτήση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πτήση | πτήσεις |
genitive | πτήσης / πτήσεως | πτήσεων |
accusative | πτήση | πτήσεις |
vocative | πτήση | πτήσεις |
Related terms
- δοκιμαστική πτήση f (dokimastikí ptísi, “test flight”)