Definify.com
Definition 2024
ράτσα
ράτσα
Greek
Noun
ράτσα • (rátsa) f (plural ράτσες)
- (biology) race, a breed or strain of domesticated animal
- Η ιδιοσυγκρασία του Γκόλντεν Ριτρίβερ είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ράτσας .
- The Golden Retriever's temperament is characteristic of the breed.
- Η ιδιοσυγκρασία του Γκόλντεν Ριτρίβερ είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ράτσας .
- (rare) race (of human races)
Declension
declension of ράτσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ράτσα | ράτσες |
genitive | ράτσας | — |
accusative | ράτσα | ράτσες |
vocative | ράτσα | ράτσες |
Synonyms
- (human): φυλή f (fylí)
Derived terms
- ρατσισμός m (ratsismós, “racism”)
- ρατσιστής m (ratsistís, “racist”)
- ρατσίστρια f (ratsístria, “racist”)
- ρατσιστικός (ratsistikós, “racist”)