Definify.com
Definition 2024
ρατσιστικός
ρατσιστικός
Greek
Adjective
ρατσιστικός • (ratsistikós) m (feminine ρατσιστική, neuter ρατσιστικό)
Declension
positive forms of ρατσιστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ρατσιστικός | ρατσιστική | ρατσιστικό | ρατσιστικοί | ρατσιστικές | ρατσιστικά |
genitive | ρατσιστικού | ρατσιστικής | ρατσιστικού | ρατσιστικών | ρατσιστικών | ρατσιστικών |
accusative | ρατσιστικό | ρατσιστική | ρατσιστικό | ρατσιστικούς | ρατσιστικές | ρατσιστικά |
vocative | ρατσιστικέ | ρατσιστική | ρατσιστικό | ρατσιστικοί | ρατσιστικές | ρατσιστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ρατσιστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ρατσιστικός, etc.) |
Related terms
- see: ράτσα f (rátsa, “race”)