Definify.com

Definition 2024


ρατσιστικός

ρατσιστικός

Greek

Adjective

ρατσιστικός (ratsistikós) m (feminine ρατσιστική, neuter ρατσιστικό)

  1. racist

Declension

Related terms

see: ράτσα f (rátsa, race)