Definify.com
Definition 2024
ρητορικός
ρητορικός
See also: ῥητορικός
Greek
Adjective
ρητορικός • (ritorikós) m (feminine ρητορική, neuter ρητορικό)
Declension
positive forms of ρητορικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ρητορικός | ρητορική | ρητορικό | ρητορικοί | ρητορικές | ρητορικά |
genitive | ρητορικού | ρητορικής | ρητορικού | ρητορικών | ρητορικών | ρητορικών |
accusative | ρητορικό | ρητορική | ρητορικό | ρητορικούς | ρητορικές | ρητορικά |
vocative | ρητορικέ | ρητορική | ρητορικό | ρητορικοί | ρητορικές | ρητορικά |