Definify.com

Definition 2024


σαδιστική

σαδιστική

Greek

Adjective

σαδιστική (sadistikí)

  1. Nominative feminine singular form of σαδιστικός (sadistikós).
  2. Accusative feminine singular form of σαδιστικός (sadistikós).
  3. Vocative feminine singular form of σαδιστικός (sadistikós).